- σιδερόφραχτος
- -η, -ο1. φραγμένος με σιδερένια πλέγματα: Η αυλή των φυλακών είναι σιδερόφραχτη.2. πάνοπλος: Οι ιππότες στο μεσαίωνα ήταν σιδερόφραχτοι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.